- κατάσκιος
- -α -ο (AM κατάσκιος, -ον)αυτός που καλύπτεται από σκιά, βαθύσκιοςαρχ.1. αυτός που έχει παντού σκιά2. αστρολ. (για περιοχή) σκιερός3. αυτός που ρίχνει πολλή σκιά, που επισκιάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σκιος (< σκιά), πρβλ. εν-σκιος, υπό-σκιος].
Dictionary of Greek. 2013.